Досматривать στα ελληνικά

Μετάφραση: досматривать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανασκόπηση, αναθεωρώ, παραβλέπω, κριτική, ανασκοπώ, επιθεωρώ, άποψη, παραγνωρίζω, εποπτεύω, εξετάζω, να εξετάσει, εξετάσει, εξετάζει, εξετάσουν, εξετάζουν
Досматривать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дослушать στα ελληνικά - αφουγκράζομαι, ακούω, για να ακούσετε, να ακούσετε, να ακούσει, να ακούσουν, να ακούτε
  • дослушивать στα ελληνικά - αφουγκράζομαι, ακούω, doslushivat
  • досмотр στα ελληνικά - ανασκόπηση, έρευνα, συγκεντρώνω, επιτήρηση, επίβλεψη, μελέτη, αναζήτηση, ...
  • досмотрщик στα ελληνικά - επιθεωρητής, επιστάτης, θυρωρός, επόπτης, ελεγκτής, εξεταστής, εξεταστή, ...
Τυχαίες λέξεις
Досматривать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανασκόπηση, αναθεωρώ, παραβλέπω, κριτική, ανασκοπώ, επιθεωρώ, άποψη, παραγνωρίζω, εποπτεύω, εξετάζω, να εξετάσει, εξετάσει, εξετάζει, εξετάσουν, εξετάζουν