Досмотрщик στα ελληνικά

Μετάφραση: досмотрщик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιθεωρητής, επιστάτης, θυρωρός, επόπτης, ελεγκτής, εξεταστής, εξεταστή, Examiner, εξετάστριας, εξετάστρια
Досмотрщик στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • досматривать στα ελληνικά - ανασκόπηση, αναθεωρώ, παραβλέπω, κριτική, ανασκοπώ, επιθεωρώ, άποψη, ...
  • досмотр στα ελληνικά - ανασκόπηση, έρευνα, συγκεντρώνω, επιτήρηση, επίβλεψη, μελέτη, αναζήτηση, ...
  • доспевать στα ελληνικά - μεστώνω, ωριμάζω, γίνομαι, αρμόζω, dospevat
  • доспехи στα ελληνικά - μπράτσο, ιπποσκευή, χέρι, όπλο, πανοπλία, θωράκιση, πανοπλίας, ...
Τυχαίες λέξεις
Досмотрщик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιθεωρητής, επιστάτης, θυρωρός, επόπτης, ελεγκτής, εξεταστής, εξεταστή, Examiner, εξετάστριας, εξετάστρια