Достижение στα ελληνικά
Μετάφραση: достижение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίτευξη, προοδεύω, πρόοδος, διενέργεια, άφιξη, κατόρθωμα, επίτευγμα, υλοποίηση, επίτευξης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- достигнутый στα ελληνικά - επιτευχθεί, επιτυγχάνεται, επιτευχθούν, επιτύχει, επιτυγχάνονται
- достигнуть στα ελληνικά - διασφαλίζω, φτάνω, εδραιώνω, κατορθώνω, ασφαλής, ασφαλίζω, αποκτώ, ...
- достижимость στα ελληνικά - Εφικτές
- достижимый στα ελληνικά - διαθέσιμος, ευπρόσιτος, προσηνής, ευπροσήγορος, εφικτός, εφικτή, επιτευχθεί, ...
Τυχαίες λέξεις
Достижение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίτευξη, προοδεύω, πρόοδος, διενέργεια, άφιξη, κατόρθωμα, επίτευγμα, υλοποίηση, επίτευξης
Μεταφράσεις: επίτευξη, προοδεύω, πρόοδος, διενέργεια, άφιξη, κατόρθωμα, επίτευγμα, υλοποίηση, επίτευξης