Достраивать στα ελληνικά

Μετάφραση: достраивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τέλος, τερματισμός, ολοκληρώνω, τελειώνω, ολόκληρος, περατώνω, κτίριο, κτιρίου, κτήριο, κτηρίου, οικοδόμηση
Достраивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • достопримечательный στα ελληνικά - σημαντικός, αξιοσημείωτα, αξιοσημείωτος, αξιοσημείωτο, σημειωθεί, να σημειωθεί, αξιοσημείωτη
  • достояние στα ελληνικά - απόκτημα, σπίτι, περιουσία, ακίνητο, κτήμα, απόκτηση, ιδιοκτησία, ...
  • доступ στα ελληνικά - προσεγγίζω, πρόσβαση, παραδοχή, πλησιάζω, προσπέλαση, ομολογία, είσοδος, ...
  • доступность στα ελληνικά - απλότητα, διαθεσιμότητα, διαθεσιμότητας, τη διαθεσιμότητα, διάθεση, η διαθεσιμότητα
Τυχαίες λέξεις
Достраивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τέλος, τερματισμός, ολοκληρώνω, τελειώνω, ολόκληρος, περατώνω, κτίριο, κτιρίου, κτήριο, κτηρίου, οικοδόμηση