Досыпать στα ελληνικά
Μετάφραση: досыпать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοιμάμαι, τσίμπλα, ύπνος, γεμίζω, top, κορυφή, αρχή, σελίδας, αρχή σελίδας
Μεταφράσεις
- досчитать στα ελληνικά - τελειώνω, κόμης, περατώνω, τερματισμός, μετρώ, τέλος, να μετρήσει, ...
- досчитывать στα ελληνικά - τέλος, τελειώνω, περατώνω, τερματισμός, Η
- досье στα ελληνικά - λιμάρω, υποβάλλω, πίφερο, φάκελος, φάκελο, φακέλου, φάκελλο, ...
- досягаемость στα ελληνικά - φτάνω, εμβέλεια, διακυμαίνομαι, φάσμα, φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Досыпать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοιμάμαι, τσίμπλα, ύπνος, γεμίζω, top, κορυφή, αρχή, σελίδας, αρχή σελίδας
Μεταφράσεις: κοιμάμαι, τσίμπλα, ύπνος, γεμίζω, top, κορυφή, αρχή, σελίδας, αρχή σελίδας