Дотация στα ελληνικά
Μετάφραση: дотация, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιδότηση, επίδομα, επιχορήγηση, υποτροφία, επιχορηγώ, χορηγώ, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дот στα ελληνικά - κουκκίδα, τελεία, dot, κουκίδα, κουκίδων
- дотаскивать στα ελληνικά - σέρνω, dotaskivat
- дотащить στα ελληνικά - σέρνω, έλξη, σύρετε, drag, οπισθέλκουσας, αντίσταση
- дотла στα ελληνικά - εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη
Τυχαίες λέξεις
Дотация στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιδότηση, επίδομα, επιχορήγηση, υποτροφία, επιχορηγώ, χορηγώ, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί
Μεταφράσεις: επιδότηση, επίδομα, επιχορήγηση, υποτροφία, επιχορηγώ, χορηγώ, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί