Дупель στα ελληνικά

Μετάφραση: дупель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διπλός, διπλασιάζω, σωσίας, διπλομπεκάτσινο
Дупель στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дунуть στα ελληνικά - χτύπημα, φυσώ, πλήγμα, εμφύσησης, εμφυσήσεως, εμφύσηση
  • дуоденальный στα ελληνικά - δωδεκαδακτύλου, δωδεκαδάκτυλου, δωδεκαδακτυλικό, δωδεκαδακτυλικού, δωδεκαδακτυλικών
  • дуплексный στα ελληνικά - διπλός, duplex, διπλής όψης, εκτύπωσης διπλής όψης, διπλό
  • дуплет στα ελληνικά - ζεύγος, διπλή, doublet
Τυχαίες λέξεις
Дупель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διπλός, διπλασιάζω, σωσίας, διπλομπεκάτσινο