Единовременный στα ελληνικά

Μετάφραση: единовременный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοναδικός, μονός, μόνος, ασυνήθιστος, ανύπαντρος, μονόκλινος, εφάπαξ, έκτακτα, άπαξ, έκτακτων, τα έκτακτα
Единовременный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • единоверец στα ελληνικά - coreligionist
  • единовластие στα ελληνικά - αυτοκρατορία, μονοκρατορία, μονοκρατορίας, μονοκρατία, την μονοκρατορία, μονοκρατικό
  • единогласие στα ελληνικά - ομοφωνία, ομοφωνίας, ομόφωνα, της ομοφωνίας, η ομοφωνία
  • единогласно στα ελληνικά - ομόφωνα, παμψηφεί, ομοφωνία, ομοφώνως, με ομοφωνία
Τυχαίες λέξεις
Единовременный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοναδικός, μονός, μόνος, ασυνήθιστος, ανύπαντρος, μονόκλινος, εφάπαξ, έκτακτα, άπαξ, έκτακτων, τα έκτακτα