Единообразие στα ελληνικά
Μετάφραση: единообразие, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενιαίος, ομοιομορφία, στολή, ομοιόμορφος, ομοιομορφίας, ομοιογένεια, την ομοιομορφία, η ομοιομορφία
Μεταφράσεις
- единомыслие στα ελληνικά - ταυτότητα, συμφωνία, συμφωνίας, Συμφωνώ, σύμβαση, συμφωνίας για
- единомышленник στα ελληνικά - συνέταιρος, οπαδός, συσχετίζω, συνασπίζομαι, συνένοχος, συνασπίζω, confederate, ...
- единообразный στα ελληνικά - επίπεδος, διαμέρισμα, στολή, ίδιος, ομοιόμορφος, ενιαίος, ολόιδιος, ...
- единорог στα ελληνικά - μονόκερος, μονόκερως, Unicorn, μονόκερο, μονόκερω
Τυχαίες λέξεις
Единообразие στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενιαίος, ομοιομορφία, στολή, ομοιόμορφος, ομοιομορφίας, ομοιογένεια, την ομοιομορφία, η ομοιομορφία
Μεταφράσεις: ενιαίος, ομοιομορφία, στολή, ομοιόμορφος, ομοιομορφίας, ομοιογένεια, την ομοιομορφία, η ομοιομορφία