Ενιαίος στα ρωσικά

Μετάφραση: ενιαίος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
постоянный, обмундировка, единообразие, однородный, однообразный, одинаковый, мундир, равномерный, единообразный, униформа, общепринятый, форменный, единый, Организации Объединенных, Соединенные, единой, единая
Ενιαίος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενιαίος

ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης, ενιαίος φόρος ακινήτων 2014, ενιαίος αριθμός μητρώου οαεε, ενιαίος πίνακας προσδιορισμού ποσοστού αναπηρίας, ενιαίος φορέας εξωστρέφειας, ενιαίος λεξικό γλώσσας ρωσικά, ενιαίος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ενθουσιώδης στα ρωσικά - алчный, плодовитый, изобилующий, богатый, рев, бредить, маячить, ...
  • ενθύμιο στα ρωσικά - сувенир, упоминание, напоминание, Memento, Помни, напоминанием
  • ενικός στα ρωσικά - странный, необычный, изумительный, чудной, своеобразный, удивительный, смешной, ...
  • ενισχυτής στα ρωσικά - усилитель, усилителя, усилителем, усилитель звука
Τυχαίες λέξεις
Ενιαίος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: постоянный, обмундировка, единообразие, однородный, однообразный, одинаковый, мундир, равномерный, единообразный, униформа, общепринятый, форменный, единый, Организации Объединенных, Соединенные, единой, единая