Едкий στα ελληνικά
Μετάφραση: едкий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καυστικός, τάρτα, δηκτικός, πόρνη, δριμύς, σέρτικος, στυφός, σαρκαστικός, σοβαρός, πνιγηρός, πικρός, αυστηρός, καυστική, πυκνό, στυφά, acrid
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- единство στα ελληνικά - αρμονία, σωματειακός, συγκατάθεση, συμφωνία, ένωση, αλληλεγγύη, ακεραιότητα, ...
- единый στα ελληνικά - μόνο, συνηθισμένος, κοινός, μονόκλινος, ιδιόμορφος, μόνος, ανύπαντρος, ...
- едко στα ελληνικά - δηκτικώς, δριμέως, τρόπο προσβλητικό, τρόπο προσβλητικό για, καυτηρίαζε
- едкость στα ελληνικά - δαγκώνω, πιπεριά, τσίμπημα, πιπέρι, δάγκωμα, δαγκώσει, δαγκώνουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Едкий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καυστικός, τάρτα, δηκτικός, πόρνη, δριμύς, σέρτικος, στυφός, σαρκαστικός, σοβαρός, πνιγηρός, πικρός, αυστηρός, καυστική, πυκνό, στυφά, acrid
Μεταφράσεις: καυστικός, τάρτα, δηκτικός, πόρνη, δριμύς, σέρτικος, στυφός, σαρκαστικός, σοβαρός, πνιγηρός, πικρός, αυστηρός, καυστική, πυκνό, στυφά, acrid