Емкость στα ελληνικά
Μετάφραση: емкость, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανοποιημένος, παραγωγή, φωνή, ποσότητα, όγκος, ευχαριστημένος, χωρητικότητα, ικανοποιημένο, ικανότητα, ικανότητας, χωρητικότητας, δυναμικότητας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ель στα ελληνικά - φιλάρεσκος, έλατο, ελάτη, ερυθρελάτης, ερυθρελάτη, ελάτης
- емкий στα ελληνικά - ευρύχωρος, ευρύχωρο, ευρύχωρες, μεγάλης χωρητικότητας, απέραντος
- ендова στα ελληνικά - κοιλάδα, Valley, κοιλάδας, κοιλάδα του, πεδιάδα
- енот στα ελληνικά - ράτσα, ρακούν, Raccoon, ρακούν που, νυκτερευτής, νυκτερευτές
Τυχαίες λέξεις
Емкость στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανοποιημένος, παραγωγή, φωνή, ποσότητα, όγκος, ευχαριστημένος, χωρητικότητα, ικανοποιημένο, ικανότητα, ικανότητας, χωρητικότητας, δυναμικότητας
Μεταφράσεις: ικανοποιημένος, παραγωγή, φωνή, ποσότητα, όγκος, ευχαριστημένος, χωρητικότητα, ικανοποιημένο, ικανότητα, ικανότητας, χωρητικότητας, δυναμικότητας