Ерошить στα ελληνικά
Μετάφραση: ерошить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναμαλλιάζω, σούφρα, ταραχή, ruffle, βολάν, ανακατεύω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- еретический στα ελληνικά - αιρετικός, αιρετική, αιρετικές, αιρετικό, αιρετικών
- ермолка στα ελληνικά - σκούφου, skullcap, σκούφο, σκούφος, το skullcap
- ерунда στα ελληνικά - βλακείες, πράμα, σκουπίδια, ανοησίες, σαπίζω, ανοησία, τις ανοησίες, ...
- ерундистика στα ελληνικά - ανοησίες, βλακείες, erundistika
Τυχαίες λέξεις
Ерошить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναμαλλιάζω, σούφρα, ταραχή, ruffle, βολάν, ανακατεύω
Μεταφράσεις: αναμαλλιάζω, σούφρα, ταραχή, ruffle, βολάν, ανακατεύω