Заведующий στα ελληνικά

Μετάφραση: заведующий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διευθυντής, κυβερνήτης, επόπτης, σκηνοθέτης, κεφάλι, κεφαλή, κεφαλής, επικεφαλής, το κεφάλι
Заведующий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • заведомый στα ελληνικά - εξοικειωμένος, διάσημος, λαϊκός, γνωστό, περιβόητος, δημοφιλής, διαβόητος, ...
  • заведующая στα ελληνικά - Διευθύντρια, manageress
  • завезти στα ελληνικά - παίρνω, φέρνω, φέρω, φέρει, να, θέτουν, φέρουν
  • завербовать στα ελληνικά - κατατάσσομαι, εξασφαλίζω, εντάσσω, νεοσύλλεκτος, στρατολογώ, πρόσληψη, προσλάβει, ...
Τυχαίες λέξεις
Заведующий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διευθυντής, κυβερνήτης, επόπτης, σκηνοθέτης, κεφάλι, κεφαλή, κεφαλής, επικεφαλής, το κεφάλι