Λέξη: ωράριο

Σχετικές λέξεις: ωράριο

ωράριο σούπερ μάρκετ, ωράριο ικεα, ωράριο καταστημάτων, ωράριο φαρμακείων, ωράριο καταστημάτων θεσσαλονίκη, ωράριο πάσχα 2014, ωράριο ελτα, ωράριο καταστημάτων πάσχα 2014, ωράριο κεπ, ωράριο μετρό, ωράριο λειτουργίας, εορταστικό ωράριο, ωράριο εκπαιδευτικών, κεπ ωράριο, ωράριο καταστηματων, μειωμένο ωράριο, ωράριο δεη, ωράριο jumbo, μουσείο ακρόπολης ωράριο, εορταστικό ωράριο 2013, μουσείο ακρόπολης

Μεταφράσεις: ωράριο

ωράριο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
timetable, time, hours, schedule, working hours

ωράριο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tiempo, momento, vez, hora, tiempo de

ωράριο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zeittafel, zeitplan, fahrplan, flugplan, Zeit, Mal, Zeitpunkt

ωράριο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
horaire, temps, moment, fois, heure, le temps

ωράριο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
orario, tempo, volta, momento, ora, tempo di

ωράριο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agenda, tempo, vez, hora, momento, tempo de

ωράριο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tijd, keer, moment, de tijd, keer dat

ωράριο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
расписание, график, время, раз, времени

ωράριο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
timeplan, tid, gang, tiden, gangen, tids

ωράριο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tid, tiden, gången, gång, tids

ωράριο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aikataulu, aika, aikaa, ajan, aikaan, kertaa

ωράριο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tid, gang, tidspunkt, tiden

ωράριο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozvrh, čas, doba, času, time, časově

ωράριο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozkład, harmonogram, czas, godzina, raz, pora, czasu

ωράριο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
idő, időt, időben, ideje, alkalommal

ωράριο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zaman, süresi, zamanlı, zamanı, saat

ωράριο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розклад, час, часом, часу

ωράριο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
orar, kohë, herë, koha, Ora, hera

ωράριο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
график, време, път, времето, момент

ωράριο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
час, падчас, часам

ωράριο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõiduplaan, sõidugraafik, aeg, ajal, aega, aja, kord

ωράριο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
raspored, vrijeme, put, vremena, vremenom, puta

ωράριο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ferðaáætlun, tími, löngu, tíma, tíminn, sinn

ωράριο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laikas, laiko, kartą, laiką, trukmė

ωράριο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
laiks, laika, laiku, reizi

ωράριο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
време, пат, времето, период

ωράριο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
orar, timp, moment, time, de timp, dată

ωράριο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
čas, časa, času

ωράριο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozvrh, čas, času

Στατιστικά δημοτικότητας: ωράριο

Τυχαίες λέξεις