Завязь στα ελληνικά
Μετάφραση: завязь, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μικρόβιο, ωάριο, ωοθήκη, ωοθηκών, ωοθήκης, ωοθήκες, των ωοθηκών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- базировать στα ελληνικά - ιδρύω, ευτελής, βρήκα, βάθρο, βάση, βάσης, βάσεως, ...
- выродок στα ελληνικά - κτήνος, εκφυλίζομαι, έκφυλος, τέρας, εκφυλισμένος, εκφυλισμένη, εκφυλισμένων, ...
- гнушаться στα ελληνικά - έχε, έχω, αποφεύγω, Shun, αποφεύγουν, των shun, αποφεύγει
- жеманный στα ελληνικά - ευγενικός, επιτηδευμένος, καθωσπρέπει, ατσαλάκωτη, ευπρεπή
Τυχαίες λέξεις
Завязь στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μικρόβιο, ωάριο, ωοθήκη, ωοθηκών, ωοθήκης, ωοθήκες, των ωοθηκών
Μεταφράσεις: μικρόβιο, ωάριο, ωοθήκη, ωοθηκών, ωοθήκης, ωοθήκες, των ωοθηκών