Загрызть στα ελληνικά
Μετάφραση: загрызть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σχίζω, σκίζω, δάκρυ, σκοτώνω, σχίσιμο, σχίσει, σκιστεί, σχιστεί
Μεταφράσεις
- арийка στα ελληνικά - Άρια, Aryan, Άριας, Άριος, Άρεια
- великолепный στα ελληνικά - λαμπερός, καμαρωτός, φίνος, θεαματικός, άριστος, έξοχος, απίθανος, ...
- добродетельно στα ελληνικά - ηθικά, ηθική, ηθικώς, ηθική άποψη, από ηθική άποψη
- доверенный στα ελληνικά - έμπιστος, αξιόπιστους, αξιόπιστες, trusted, έμπιστο
Τυχαίες λέξεις
Загрызть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σχίζω, σκίζω, δάκρυ, σκοτώνω, σχίσιμο, σχίσει, σκιστεί, σχιστεί
Μεταφράσεις: σχίζω, σκίζω, δάκρυ, σκοτώνω, σχίσιμο, σχίσει, σκιστεί, σχιστεί