Зажимать στα ελληνικά
Μετάφραση: зажимать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρεσάρω, συσφίγγω, δένω, πόρπη, κουρεύω, κράτημα, πεδικλώνω, βιβλιοδετώ, συνδετήρας, ψαλιδίζω, δεσμεύω, τοποθετώ, καθορισμένος, συνωστισμός, πιέζω, σφίγγω, σφιγκτήρας, σφιγκτήρα, σύσφιξης, σφικτήρα, του σφιγκτήρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- булла στα ελληνικά - βούλα, ταύρος, Bull, Δελτίο, ΒυΙΙ, της Bull
- гектометр στα ελληνικά - hectometre
- геометрически στα ελληνικά - γεωμετρικά, γεωμετρικώς, γεωμετρική, γεωμετρικές, με γεωμετρική
- диффузия στα ελληνικά - διάχυση, διάδοση, διάχυσης, διαχύσεως, διάδοσης
Τυχαίες λέξεις
Зажимать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρεσάρω, συσφίγγω, δένω, πόρπη, κουρεύω, κράτημα, πεδικλώνω, βιβλιοδετώ, συνδετήρας, ψαλιδίζω, δεσμεύω, τοποθετώ, καθορισμένος, συνωστισμός, πιέζω, σφίγγω, σφιγκτήρας, σφιγκτήρα, σύσφιξης, σφικτήρα, του σφιγκτήρα
Μεταφράσεις: πρεσάρω, συσφίγγω, δένω, πόρπη, κουρεύω, κράτημα, πεδικλώνω, βιβλιοδετώ, συνδετήρας, ψαλιδίζω, δεσμεύω, τοποθετώ, καθορισμένος, συνωστισμός, πιέζω, σφίγγω, σφιγκτήρας, σφιγκτήρα, σύσφιξης, σφικτήρα, του σφιγκτήρα