Зажиточный στα ελληνικά
Μετάφραση: зажиточный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύπορος, πλούσιος, ευημερούσα, ευημερούσες, ευημερούσας, ευημερούντα, εύπορες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бифокальный στα ελληνικά - φακός με δυο εστίες, αμφιεστιακό, αμφιεστιακός, διεστιακά, διεστιακού
- говеть στα ελληνικά - γρήγορος, γρήγορα, προετοιμαστούν για την, προετοιμαστούν για, προετοιμασία για, προετοιμαστεί για, να προετοιμαστούν για
- грация στα ελληνικά - ίδρυμα, θεμέλιο, βάθρο, κορσέ, ίδρυση, χάρη, χάριτος, ...
- дрязги στα ελληνικά - διαφωνίες, λογομαχίες, καυγάδες, διαμάχες, διαμαχών
Τυχαίες λέξεις
Зажиточный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύπορος, πλούσιος, ευημερούσα, ευημερούσες, ευημερούσας, ευημερούντα, εύπορες
Μεταφράσεις: εύπορος, πλούσιος, ευημερούσα, ευημερούσες, ευημερούσας, ευημερούντα, εύπορες