Заимствовать στα ελληνικά
Μετάφραση: заимствовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υιοθετώ, αποδέχομαι, ενσωματώνω, δανείζομαι, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε
Μεταφράσεις
- богохульство στα ελληνικά - όρκος, ορκίζομαι, βλασφημία, βλασφημίας, τη βλασφημία, περί βλασφημίας, της βλασφημίας
- вынудить στα ελληνικά - εξαναγκάζω, δύναμη, βία, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν
- домоправительница στα ελληνικά - οικονόμος, οικονόμο, οικονόμου, την οικονόμο, οικιακή βοηθός
- доползти στα ελληνικά - μπουσουλάω, σύρομαι, σύρσιμο, σέρνομαι, ανίχνευσης, crawl, ανίχνευση, ...
Τυχαίες λέξεις
Заимствовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υιοθετώ, αποδέχομαι, ενσωματώνω, δανείζομαι, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε
Μεταφράσεις: υιοθετώ, αποδέχομαι, ενσωματώνω, δανείζομαι, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε