Законтрактовать στα ελληνικά

Μετάφραση: законтрактовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαναγκάζω, προσβάλλομαι, συμβόλαιο, φτιάχνω, κάνω, συστέλλομαι, κατασκευάζω, να συρρικνωθεί, να συνάπτει, να συμβληθούν, να συνάπτει συμβάσεις, να συνάπτουν συμβάσεις
Законтрактовать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дисквалификация στα ελληνικά - ανάρτηση, αναστολή, εναιώρημα, ανακοπή, αποκλεισμό, αποκλεισμός, έκπτωση, ...
  • доблесть στα ελληνικά - γενναιότητα, φρονιμάδα, προσόν, θάρρος, προτέρημα, αρετή, ανδρεία, ...
  • дуреть στα ελληνικά - αρμόζω, αυξάνομαι, μεγαλώνω, γίνομαι, μεγαλώνουν, αυξάνεται, αυξάνονται, ...
  • завоевать στα ελληνικά - κατακτώ, νίκη, Κέρδισε, Win, Κέρδισε τις, κερδίζει
Τυχαίες λέξεις
Законтрактовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαναγκάζω, προσβάλλομαι, συμβόλαιο, φτιάχνω, κάνω, συστέλλομαι, κατασκευάζω, να συρρικνωθεί, να συνάπτει, να συμβληθούν, να συνάπτει συμβάσεις, να συνάπτουν συμβάσεις