Закончить στα ελληνικά

Μετάφραση: закончить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόφοιτος, ορθώνομαι, τελειώνω, τερματισμός, αποφοιτώ, αποπνιχτικός, κοντά, αύξηση, αιολική, τέλος, αυξάνομαι, άνεμος, ολοκληρώνω, περατώνω, κολλητός, πνιγηρός, καταλήγουν, καταλήξουν, καταλήξετε, καταλήξουμε, καταλήγουν να
Закончить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • весточка στα ελληνικά - νέα, ειδήσεις, News, είδηση, Επικαιρότητα
  • выкладка στα ελληνικά - υπολογισμός, υπολογισμό, υπολογισμού, τον υπολογισμό, υπολογισμούς
  • выступающий στα ελληνικά - διακεκριμένος, ευδιάκριτος, διαπρεπής, εξαιρετικός, προβάλλοντας, προεξέχοντα, προεξέχον, ...
  • дрогнуть στα ελληνικά - ανατριχίλα, μηχανάκι, ορτύκι, υποχωρώ, τουρτουρίζω, τρέμω, τρεμουλιάζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Закончить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόφοιτος, ορθώνομαι, τελειώνω, τερματισμός, αποφοιτώ, αποπνιχτικός, κοντά, αύξηση, αιολική, τέλος, αυξάνομαι, άνεμος, ολοκληρώνω, περατώνω, κολλητός, πνιγηρός, καταλήγουν, καταλήξουν, καταλήξετε, καταλήξουμε, καταλήγουν να