Λέξη: μαγαζάτορας

Μεταφράσεις: μαγαζάτορας

μαγαζάτορας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shopkeeper

μαγαζάτορας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tendero, comerciante, tendera, comerciante de

μαγαζάτορας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ladenbesitzer, geschäftsinhaber, ladeninhaber, Ladenbesitzer, Ladeninhaber

μαγαζάτορας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
commerçant, marchand, boutiquier, épicier, commerçante

μαγαζάτορας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
negoziante, commerciante, bottegaio, del commerciante, negoziante di

μαγαζάτορας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lojista, comerciante, vendedor, shopkeeper, logista

μαγαζάτορας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
neringdoende, winkelier, Shopkeeper, handelaar, winkelierster, winkelier van

μαγαζάτορας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лавочник, торговец, владелец магазина, лавочника, владельца магазина

μαγαζάτορας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kremmer, kjøpmann, Kjøpmannen, butikkeieren, Selgeren

μαγαζάτορας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
butiksinnehavare, butiksägare, affärsinnehavaren, affärsinnehavare, butiksägaren

μαγαζάτορας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kauppias, kauppiaan

μαγαζάτορας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
butiksindehaveren, købmand, butiksindehaver, købmanden, forretningsdrivende

μαγαζάτορας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kramář, obchodník, prodavač, majitel obchodu, obchodníka s

μαγαζάτορας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sklepikarz, kupiec, sprzedawca, sklepikarzem

μαγαζάτορας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
boltos, boltvezető, boltost, a boltos

μαγαζάτορας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dükkâncı, Tüccari, dükkan sahibi, dükkân sahibi, Mağazacıya

μαγαζάτορας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
крамар

μαγαζάτορας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tregtar, dyqanxhi, shitës, pronar dyqani, tregtari

μαγαζάτορας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
търговец, дребен търговец, магазинер, бакалин

μαγαζάτορας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крамнік

μαγαζάτορας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
poepidaja, kaupmees, poemüüjale, kaupluseomanik

μαγαζάτορας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
trgovac, trgovkinja, Vlasnik prodavaonice, vlasnica prodavaonice, magacioner

μαγαζάτορας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
shopkeeper

μαγαζάτορας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
krautuvininkas, parduotuvės savininkas, mėgėjo, parduotuvės kasininkas, Handlarka

μαγαζάτορας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
veikalnieks, veikala īpašnieks, Shopkeeper

μαγαζάτορας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
продавачка, сопственик на продавница, продавач, продавачот, трговец

μαγαζάτορας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
negustor, negustor de, comerciant, vânzător, Proprietarul de magazin

μαγαζάτορας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
trgovec, ta trgovec

μαγαζάτορας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obchodník, Kramář, kramár
Τυχαίες λέξεις