Залечивать στα ελληνικά

Μετάφραση: залечивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκαθιστώ, επουλώνομαι, επανορθώνω, επουλώνω, γιατρεύω, επουλωθούν, θεραπεύσει, θεραπεύει, να θεραπεύσει, επουλώνονται
Залечивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • взбесить στα ελληνικά - αποπαίρνω, προκαλώ, εξαγριώνω, παρενοχλώ, ενοχλώ, ερεθίζω, εξαγριώ, ...
  • детройт στα ελληνικά - Ντιτρόιτ, detroit, Ντητρόιτ, των detroit, του Ντιτρόιτ
  • достоверно στα ελληνικά - αυθεντικά, αυθεντικό, αυθεντική, με αυθεντικό, αυθεντικό τρόπο
  • едва στα ελληνικά - μόλις, δίκαιος, ελάχιστα, μόλις και μετά βίας, μετά βίας, σχεδόν
Τυχαίες λέξεις
Залечивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκαθιστώ, επουλώνομαι, επανορθώνω, επουλώνω, γιατρεύω, επουλωθούν, θεραπεύσει, θεραπεύει, να θεραπεύσει, επουλώνονται