Запасливый στα ελληνικά

Μετάφραση: запасливый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φειδωλός, οικονόμος, λιτός, φειδωλοί, οικονόμο, οικονόμοι
Запасливый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • абонироваться στα ελληνικά - παίρνω, εγγραφείτε, να εγγραφείτε, συνδρομητής, εγγραφούν, γραφτείτε
  • вакансия στα ελληνικά - κενό, αποφυγή, κενή θέση, χηρεία, κενής θέσεως, κενής θέσης, κενών θέσεων
  • дарохранительница στα ελληνικά - σκηνή, σκηνης, σκηνήν, αρτοφόριο, σκηνή της μαρτυρίας
  • депутат στα ελληνικά - αναπληρωτής, αναπληρωτή, ο αναπληρωτής, αντιπρόεδρος, αναπληρωτών
Τυχαίες λέξεις
Запасливый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φειδωλός, οικονόμος, λιτός, φειδωλοί, οικονόμο, οικονόμοι