Запечатывать στα ελληνικά
Μετάφραση: запечатывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραγιάσκα, σκούφος, θήκη, φώκια, βούλα, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- азот στα ελληνικά - άζωτο, αζώτου, του αζώτου, σε άζωτο, από άζωτο
- аномалия στα ελληνικά - ανώμαλο, ανώμαλος, ανωμαλία, ανωμαλίας, ανωμαλιών, ανωμαλία που, η ανωμαλία
- водопад στα ελληνικά - πυροβολώ, εκτινάσσω, καταρράκτης, βλαστός, καταρράκτη, τον καταρράκτη, καταρράκτες
- договорить στα ελληνικά - τέλος, τελειώνω, περατώνω, τερματισμός, φινίρισμα, γκολ το, τελείωμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Запечатывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραγιάσκα, σκούφος, θήκη, φώκια, βούλα, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
Μεταφράσεις: τραγιάσκα, σκούφος, θήκη, φώκια, βούλα, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης