Заселять στα ελληνικά
Μετάφραση: заселять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνθρωποι, φυτό, εργοστάσιο, κανονίζω, κόσμος, φυτεύω, βάζω, άνθρωπος, εγκαθίσταμαι, τοποθετώ, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- альвеолярный στα ελληνικά - κυψελιδικός, φατνιακό, κυψελιδικά, κυψελιδικού, φατνιακή, κυψελιδικό
- аэросани στα ελληνικά - snowmobile, μηχανών χιονοκίνησης, οχημάτων για το χιόνι, με snowmobile, σκούτερ χιονιού
- водянистый στα ελληνικά - υγρός, ανίσχυρος, ανούσιος, υγρό, νερουλός, αδύναμος, βουρκωμένος, ...
- вялым στα ελληνικά - λασκάρω, μολάρω, βραδύς, υποτονική, αργή, βραδεία, υποτονικές
Τυχαίες λέξεις
Заселять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνθρωποι, φυτό, εργοστάσιο, κανονίζω, κόσμος, φυτεύω, βάζω, άνθρωπος, εγκαθίσταμαι, τοποθετώ, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
Μεταφράσεις: άνθρωποι, φυτό, εργοστάσιο, κανονίζω, κόσμος, φυτεύω, βάζω, άνθρωπος, εγκαθίσταμαι, τοποθετώ, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση