Застарелый στα ελληνικά
Μετάφραση: застарелый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαρχαιωμένος, χρόνιος, πεπαλαιωμένος, χρόνιας, χρόνιες, χρόνιων, χρόνιο
Μεταφράσεις
- бесчеловечно στα ελληνικά - απάνθρωπα, απάνθρωπο, βάναυσο, με βάναυσο, βάναυσο τρόπο
- второкурсник στα ελληνικά - δευτεροετής φοιτητής, δευτεροετών φοιτητών, δευτεροετή φοιτητή, δευτεροετής, sophomore
- выругаться στα ελληνικά - χρήση, χρησιμοποιώ, ορκίζομαι, καταριέμαι, ραπ, rap, ραπάρω, ...
- дубинка στα ελληνικά - πετσέτα, λέσχη, σκυτάλη, νυχτερίδα, ρόπαλο, γκλομπ, μπαστούνι, ...
Τυχαίες λέξεις
Застарелый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαρχαιωμένος, χρόνιος, πεπαλαιωμένος, χρόνιας, χρόνιες, χρόνιων, χρόνιο
Μεταφράσεις: απαρχαιωμένος, χρόνιος, πεπαλαιωμένος, χρόνιας, χρόνιες, χρόνιων, χρόνιο