Засушивать στα ελληνικά
Μετάφραση: засушивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτιάχνω, πιέζω, πρεσάρω, ξηρός, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, στεγνός, κάνω, zasushivat
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выговаривать στα ελληνικά - εκστομίζω, ξεστομίζω, λέω, απόλυτος, καθαρός, προφέρω, επίπληξη, ...
- вьющийся στα ελληνικά - σγουρός, κατσαρός, κέρλινγκ, curling, κατσαρώματος, κατσάρωμα, κατσαρώνοντας
- дневальный στα ελληνικά - ομαλή, εύρυθμη, τάξη, εύρυθμης, ομαλής
- жалостливый στα ελληνικά - οικτρός, πονόψυχος, αξιολύπητος, σπλαχνικός, φιλεύσπλαχνος, παρηγορητικής, παρηγορητική, ...
Τυχαίες λέξεις
Засушивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτιάχνω, πιέζω, πρεσάρω, ξηρός, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, στεγνός, κάνω, zasushivat
Μεταφράσεις: φτιάχνω, πιέζω, πρεσάρω, ξηρός, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, στεγνός, κάνω, zasushivat