Затачивать στα ελληνικά
Μετάφραση: затачивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξύνω, ακονίζω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вдовец στα ελληνικά - χήρος, χήρο, χήρου, χηρείας, χήρα
- гармонь στα ελληνικά - Garmon
- дистиллирует στα ελληνικά - αποστάζει, αποστάζει το
- доселе στα ελληνικά - ακόμα, ήρεμος, ωστόσο, γαλήνιος, ακίνητος, μέχρι σήμερα, μέχρι, ...
Τυχαίες λέξεις
Затачивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξύνω, ακονίζω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
Μεταφράσεις: ξύνω, ακονίζω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν