Λέξη: τούνελ

Σχετικές λέξεις: τούνελ

τούνελ εγνατίας, τούνελ τησ μάγχησ, τούνελ ονειροκρίτης, τούνελ μάγχης, τούνελ της magxhs, τούνελ λάρισα, τούνελ της αγάπης ουκρανία, τούνελ τεμπών, τούνελ κατάψυξης, τούνελ παιχνίδι, φως στο τούνελ

Συνώνυμα: τούνελ

σήραγγα, σήραγξ, υπόγειος δρόμος

Μεταφράσεις: τούνελ

τούνελ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tunnel, tunnels, the tunnel, a tunnel

τούνελ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
túnel, túnel de, del túnel, de túnel, túneles

τούνελ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stollen, tunnel, höhle, Tunnel, Tunnels

τούνελ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
galerie, tunnel, terrier, entonnoir, tunnel de, tunnels, un tunnel

τούνελ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
galleria, tunnel, traforo, tunnel di, del tunnel

τούνελ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tunísia, túneis, túnel, túnel de, do túnel, túnel do, de túnel

τούνελ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tunnel, hol, de tunnel, tunnels

τούνελ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
коридор, туннель, штольня, дымоход, тоннель, туннеля, тоннеля, туннельный

τούνελ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tunnel, tunnelen, spillertunnelen

τούνελ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tunnel, tunneln

τούνελ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tunneli, tunnelin, tunnelissa, tunneliin, tunnelia

τούνελ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tunnel, spillertunnelen, tunnelen, tunnellen

τούνελ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
štola, nálevka, trychtýř, tunel, tunelu, tunelové, tunelového, tunelová

τούνελ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podkop, tunel, lejek, przewód, rura, sztolnia, tunelu, tunnel, tunelem, tunelowy

τούνελ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
füstjárat, táró, aluljáró, füstcsatorna, alagút, alagútban, alagúton, alagutat, alagútba

τούνελ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tünel, tüneli, tünelin, tunnel

τούνελ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тунельний, тунель, коридор, димохід, тунелю, тунельні

τούνελ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tunel, tuneli, tunelit i, i tunelit, tunel i

τούνελ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тунел, тунела, тунели, тунелите

τούνελ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тунэль, тунель, туннель

τούνελ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tunnel, tunneli, tunnelis, tunnelit, tunnelisse

τούνελ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kanal, tunel, tunelska, tunela, tunelu, tunelima

τούνελ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
göng, Göngin, jarðgöng, göngum, Veggöng

τούνελ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tunelis, tunelio, tunelį, tunelių, tunnel

τούνελ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
eja, tunelis, tuneļa, tuneli, tunelim, tunnel

τούνελ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тунел, тунелот, тунели, тунелот за

τούνελ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tunel, tunelului, tunelul, de tunel, tunel de

τούνελ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tunel, predor, tunnel, predora, rov

τούνελ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tunel, tunela

Στατιστικά δημοτικότητας: τούνελ

Τυχαίες λέξεις