Затхлый στα ελληνικά
Μετάφραση: затхлый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιμνάζων, αποπνικτικός, στάσιμος, απεριποίητος, μπαγιάτικος, μουχλιασμένη, μούχλας, κλεισούρα, μούχλα
Μεταφράσεις
- возничий στα ελληνικά - ηνίοχος, ηνίοχο, ηνιόχου, ηνίοχου, τον ηνίοχο
- двоебрачие στα ελληνικά - διγαμία, διγαμίας, η διγαμία, τη διγαμία
- еврей στα ελληνικά - εβραίος
- единоутробный στα ελληνικά - μήτρας, της μήτρας, μήτρα, μητρική, μητριαία
Τυχαίες λέξεις
Затхлый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιμνάζων, αποπνικτικός, στάσιμος, απεριποίητος, μπαγιάτικος, μουχλιασμένη, μούχλας, κλεισούρα, μούχλα
Μεταφράσεις: λιμνάζων, αποπνικτικός, στάσιμος, απεριποίητος, μπαγιάτικος, μουχλιασμένη, μούχλας, κλεισούρα, μούχλα