Захапать στα ελληνικά
Μετάφραση: захапать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρπάζω, zahapat
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авиачасть στα ελληνικά - μονάδα, μονάδας, συσκευή, μονάδος, ενότητα
- багрянка στα ελληνικά - Murex, πορφύρας, οστράκων πορφύρας, το Murex, murex στα
- бор στα ελληνικά - πλήττω, βόριο, βορίου, του βορίου, το βόριο, σε βόριο
- валлон στα ελληνικά - Βαλλονίας, της Βαλλονίας, Βαλονίας, Βαλλωνία, Βαλλωνική
Τυχαίες λέξεις
Захапать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρπάζω, zahapat
Μεταφράσεις: αρπάζω, zahapat