Захватить στα ελληνικά

Μετάφραση: захватить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταλαμβάνω, αρπάζω, κατάσχω, ηδονή, εισβάλλω, εντρυφώ, αιχμαλωσία, παίρνω, αιχμαλωτίζω, ευφροσύνη, χαρά, σύλληψη, σύλληψης, δέσμευσης, καταγραφής, τη δέσμευση
Захватить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • банник στα ελληνικά - πατσαβούρα, μάκτρο, στυλεό, τολύπιο, στειλεό
  • беспорочный στα ελληνικά - αλάθητος, άμεμπτος, άψογος, άμεμπτη, άμοιρη ευθυνών, άμεμπτοι
  • дарданеллы στα ελληνικά - Δαρδανέλια, Δαρδανελίων, Δαρδανελλίων, των Δαρδανελίων, Δαρδανέλλια
  • дезинфицировать στα ελληνικά - απολυμαίνω, εκκαθαρίζω, απολυμαίνουν, απολυμάνετε, την απολύμανση, απολυμαίνει, να απολυμαίνονται
Τυχαίες λέξεις
Захватить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταλαμβάνω, αρπάζω, κατάσχω, ηδονή, εισβάλλω, εντρυφώ, αιχμαλωσία, παίρνω, αιχμαλωτίζω, ευφροσύνη, χαρά, σύλληψη, σύλληψης, δέσμευσης, καταγραφής, τη δέσμευση