Захлопывать στα ελληνικά
Μετάφραση: захлопывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βρόντος, γδούπος, βροντώ, κρότος, χτύπημα, Slam, βρόντο, βρόντου
Μεταφράσεις
- абсцесс στα ελληνικά - απόστημα, αποστήματος, αποστημάτων, αποστήματα, απόστημα του
- антресоли στα ελληνικά - ημιώροφος, πατάρι, ημιώροφο, μεσοπάτωμα, mezzanine
- безответственный στα ελληνικά - ανεύθυνος, ανεύθυνη, ανεύθυνο, ανεύθυνες, ανεύθυνης
- вертел στα ελληνικά - φτύνω, πτύω, σούβλα, σούβλας, φτύνουν, φτύσιμο, οβελός
Τυχαίες λέξεις
Захлопывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βρόντος, γδούπος, βροντώ, κρότος, χτύπημα, Slam, βρόντο, βρόντου
Μεταφράσεις: βρόντος, γδούπος, βροντώ, κρότος, χτύπημα, Slam, βρόντο, βρόντου