Λέξη: αχνίζω

Συνώνυμα: αχνίζω

καπνίζω, φουμάρω, εκπέμπω ατμό, κινούμαι δι' ατμού, συρίζω καιομένος, τσιτσιρίζω

Μεταφράσεις: αχνίζω

αχνίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
steam, sizzle

αχνίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vapor, humear, crepitar, chisporrotear, chisporroteo, sizzle, Arden

αχνίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wasserdampf, dampf, brutzeln, zischen, sizzle, Knistern, brutzelt

αχνίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fumer, vapeur, buée, évaporer, furtif, grésillement, sizzle, piquant, grésiller, grésillent

αχνίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vapore, sfrigolio, sfrigolare, sizzle, friggere

αχνίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vapor, roubar, chiar, sizzle, chiado, crepitar, burburinho

αχνίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
damp, wasem, stoom, sissen, gesis, Sizzle, Advertentiekaartje, sis

αχνίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пар, выпаривание, пара, шипение, шипеть, обжигать

αχνίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
damp, sizzle, freses

αχνίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ryka, ånga, fräsa, sizzle, fräsa vid matlagning, Friendfinder, Swingers

αχνίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
löyly, vesihöyry, höyry, huuru, hellepäivä, sizzle, sihistä, tiristä, sihinä

αχνίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
em, damp, syde, syden, sizzle, syder, sydende

αχνίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pára, kouřit, vypařovat, prskání, Sizzle, Atraktivní, syčení, syčet

αχνίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
para, trzask, Sizzle, skwierczenie, skwierk, skwierczeć

αχνίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sistereg, sistergés, sistergést, sercegése, sistergését

αχνίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
buğu, buhar, cızırtı, Sizzle, The Sizzle, cızırdama, cızırtı yapmak

αχνίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пара, пар, випаровування, шипіння, сичання

αχνίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
avull, cëcërin, cëcëritje

αχνίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пра, пръщене, пръщя, цвъртя, примамка, цвъртене

αχνίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шыпенне, сыканне, засіпела, пыхканне, сіпенне

αχνίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aur, särts, särin, Sizzle, susisema, Sinist

αχνίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
snaga, kuhati, parni, cvrčanje, pištanje, cvrčati, pištati, pačiti

αχνίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gufa, Sizzle

αχνίζω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fumo

αχνίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
garas, šnypšti, spragėjimas, spirgėjimas, spirginantis karštis, spirgėti

αχνίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
enerģija, tvaiks, čukstēt, čūkstēšana

αχνίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пареата, крчкам, sizzle

αχνίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
abur, sfârâi, sfârâie, sizzle, sfarai, sfaraie

αχνίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Peči, Sizzle, Cvrčanje, Cvrčati

αχνίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pára, prskanie, prskaniu, prskania
Τυχαίες λέξεις