Зацепить στα ελληνικά

Μετάφραση: зацепить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άγκιστρο, γάντζος, αγκιστρώνω, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
Зацепить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безосновательный στα ελληνικά - αβάσιμος, ανυπόστατος, αβάσιμες, αβάσιμη, αβάσιμοι
  • валки στα ελληνικά - κύλινδροι, οδοστρωτήρες, κυλίνδρους, κυλίνδρων, ρολά
  • диоптр στα ελληνικά - ανεμοδείκτης, πτερύγιο, διόπτρα, διόπτρας, διοπτρίας, διοπτριών, διοπτρία
  • доставить στα ελληνικά - παράδοση, εκφωνώ, παραδίδω, παραλαβή, παραδώσει, διατυπώνει, διατυπώνει τη, ...
Τυχαίες λέξεις
Зацепить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άγκιστρο, γάντζος, αγκιστρώνω, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα