Извивать στα ελληνικά

Μετάφραση: извивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουλούρα, κουρδίζω, πηνίο, αιολική, στροφή, καμπή, άνεμος, στραμπουλίζω, πλοκή, στριφογυρίζω, ελιγμών, wriggle
Извивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бальза στα ελληνικά - τροπικό δέντρο, μπάλσα, balsa, μπάλσας, βαλσαμόδεντρου
  • вольноотпущенный στα ελληνικά - απελεύθεροι, απελεύθερους, οι απελεύθεροι, απελεύθερων, απελευθέρων
  • выцветший στα ελληνικά - σκοτεινός, dingy, μουντά, βρώμικη, βρώμικοι
  • дареный στα ελληνικά - παρών, δώρο, παρουσιάζω, δώρων, δώρου, το δώρο, δώρα
Τυχαίες λέξεις
Извивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουλούρα, κουρδίζω, πηνίο, αιολική, στροφή, καμπή, άνεμος, στραμπουλίζω, πλοκή, στριφογυρίζω, ελιγμών, wriggle