Изводить στα ελληνικά
Μετάφραση: изводить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπαταλώ, αποπαίρνω, σπατάλη, λύμα, παρενοχλώ, τρώω, χρησιμοποιώ, απόβλητα, χρήση, ξοδεύω, εξοργίζω, παρενοχλούν, παρενοχλήσει, παρενοχλεί, παρενοχλείτε, παρενοχλήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безыскусственный στα ελληνικά - αφελής, άτεχνος, απλοϊκή, άτεχνη, άτεχνο
- бесёнок στα ελληνικά - besёnok
- высокочастотный στα ελληνικά - υψηλής συχνότητας, υψηλών συχνοτήτων, υψηλή συχνότητα, υψηλές συχνότητες
- дурачиться στα ελληνικά - βλάκας, κοροϊδεύω, χαζός, κάπαρη, παίζω, ανόητος γύρω, παίξουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Изводить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπαταλώ, αποπαίρνω, σπατάλη, λύμα, παρενοχλώ, τρώω, χρησιμοποιώ, απόβλητα, χρήση, ξοδεύω, εξοργίζω, παρενοχλούν, παρενοχλήσει, παρενοχλεί, παρενοχλείτε, παρενοχλήσουν
Μεταφράσεις: σπαταλώ, αποπαίρνω, σπατάλη, λύμα, παρενοχλώ, τρώω, χρησιμοποιώ, απόβλητα, χρήση, ξοδεύω, εξοργίζω, παρενοχλούν, παρενοχλήσει, παρενοχλεί, παρενοχλείτε, παρενοχλήσουν