Изнашиваться στα ελληνικά

Μετάφραση: изнашиваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δάκρυ, διανύω, βρίσκομαι, λειαίνω, τρίβω, σχίζω, σκίζω, είμαι, φθορά, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν
Изнашиваться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • боязливый στα ελληνικά - ντροπαλός, συνεσταλμένος, φοβισμένος, δειλός, άτολμος, άτολμους, ο άτολμος, ...
  • вылечивать στα ελληνικά - αλατίζω, παστώνω, καπνίζω, θεραπεύω, θεραπεία, τη θεραπεία, θεραπείας, ...
  • гипнотизёр στα ελληνικά - υπνωτιστής, hypnotist, υπνωτιστή
  • домкрат στα ελληνικά - γρύλος, Jack, ο Jack, του Jack, γρύλο
Τυχαίες λέξεις
Изнашиваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δάκρυ, διανύω, βρίσκομαι, λειαίνω, τρίβω, σχίζω, σκίζω, είμαι, φθορά, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν