Инкассация στα ελληνικά

Μετάφραση: инкассация, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόδειξη, λήψη, παραλαβή, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
Инкассация στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • буфетчик στα ελληνικά - μπάρμαν, barman, τον μπάρμαν, μπάρμαν να
  • вальцовка στα ελληνικά - τροχαίο, κύλισης, κυλιόμενο, έλασης, κυλιόμενου
  • вдалеке στα ελληνικά - μακριά, σε απόσταση, στην απόσταση, στο βάθος, της απόστασης, της απόστασης που
  • георг στα ελληνικά - Γεώργιος, Γιώργος, George, Γεωργίου, Γιώργο
Τυχαίες λέξεις
Инкассация στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόδειξη, λήψη, παραλαβή, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης