Инкассирование στα ελληνικά
Μετάφραση: инкассирование, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάρρωση, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
![Инкассирование στα ελληνικά Инкассирование στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-ru-gr-12129.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- брюзжание στα ελληνικά - αποπαίρνω, γκρίνια, γκρίνιας, ενοχλήματα, νοοτροπίες μεμψιμοιρίας, γκρινιάζοντας
- впитывающий στα ελληνικά - απορροφητικός, απορρόφηση, απορρόφησης, απορροφά, την απορρόφηση, απορροφούν
- глубокомысленно στα ελληνικά - σκεπτικώς, προσεκτικά, περίσκεψη, σκεπτικά, στοχαστικά
- деревушка στα ελληνικά - χωριουδάκι, Άμλετ, Hamlet, κωμόπολη, τον Άμλετ
Τυχαίες λέξεις
Инкассирование στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάρρωση, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
Μεταφράσεις: ανάρρωση, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης