Инкассирование στα ελληνικά

Μετάφραση: инкассирование, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάρρωση, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
Инкассирование στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • брюзжание στα ελληνικά - αποπαίρνω, γκρίνια, γκρίνιας, ενοχλήματα, νοοτροπίες μεμψιμοιρίας, γκρινιάζοντας
  • впитывающий στα ελληνικά - απορροφητικός, απορρόφηση, απορρόφησης, απορροφά, την απορρόφηση, απορροφούν
  • глубокомысленно στα ελληνικά - σκεπτικώς, προσεκτικά, περίσκεψη, σκεπτικά, στοχαστικά
  • деревушка στα ελληνικά - χωριουδάκι, Άμλετ, Hamlet, κωμόπολη, τον Άμλετ
Τυχαίες λέξεις
Инкассирование στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάρρωση, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης