Инкассировать στα ελληνικά
Μετάφραση: инкассировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαργυρώνω, παραλαμβάνω, χρήματα, λαμβάνω, συλλέγω, μετρητά, συλλογή, συλλέγουν, συλλέγει, συλλέξει, τη συλλογή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безвозмездно στα ελληνικά - δωρεάν, αυτεξούσιος, τσάμπα, χωρίς, άνευ, ελεύθερη, ελεύθερο, ...
- белошвейка στα ελληνικά - μοδίστρα, ράφτρα, seamstress, μοδίστρας, seamstress για
- всеведение στα ελληνικά - παντογνωσία, την παντογνωσία, πανσοφία, Η παντογνωσία, στην παντογνωσία
- гранатометчик στα ελληνικά - βομβιστής, ρίπτη, ρίπτης, thrower, ρίπτη του τούβλου
Τυχαίες λέξεις
Инкассировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαργυρώνω, παραλαμβάνω, χρήματα, λαμβάνω, συλλέγω, μετρητά, συλλογή, συλλέγουν, συλλέγει, συλλέξει, τη συλλογή
Μεταφράσεις: εξαργυρώνω, παραλαμβάνω, χρήματα, λαμβάνω, συλλέγω, μετρητά, συλλογή, συλλέγουν, συλλέγει, συλλέξει, τη συλλογή