Интенсификация στα ελληνικά

Μετάφραση: интенсификация, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επαύξηση, εντατικοποίηση, επίταση, εντατικοποίησης, η εντατικοποίηση, την εντατικοποίηση
Интенсификация στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вдобавок στα ελληνικά - άλλωστε, εξάλλου, εκτός, επιπλέον, εκτός από, πέραν
  • вдовство στα ελληνικά - χηρεία, χηρείας, τη χηρεία, χηρείας που, η χηρεία
  • венозный στα ελληνικά - φλεβικός, φλεβική, φλεβικής, φλεβικού, φλεβικό
  • датчанка στα ελληνικά - Δανός, Dane, ΔΑΝΕ, Δανό, της ΔΑΝΕ
Τυχαίες λέξεις
Интенсификация στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επαύξηση, εντατικοποίηση, επίταση, εντατικοποίησης, η εντατικοποίηση, την εντατικοποίηση