Исключающий στα ελληνικά
Μετάφραση: исключающий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκλειστικότητα, αποκλειστικός, Εξαιρουμένων, ΧΩΡΙΣ, Χωρίς, Εξαιρούνται, Εξαιρουμένων των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анатомический στα ελληνικά - ανατομικός, ανατομική, ανατομικές, ανατομικά, ανατομικών
- астрофизика στα ελληνικά - αστροφυσική, Αστροφυσικής, την αστροφυσική, της αστροφυσικής, η αστροφυσική
- вымачивать στα ελληνικά - βρέχω, απόκρημνος, απότομος, εμποτίζω, μουσκεύω, ισχναίνω, μαραίνω, ...
- галл στα ελληνικά - Γαλάτης, Γαλατία, Γαλατίας, Gaul, Γαλάτη
Τυχαίες λέξεις
Исключающий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκλειστικότητα, αποκλειστικός, Εξαιρουμένων, ΧΩΡΙΣ, Χωρίς, Εξαιρούνται, Εξαιρουμένων των
Μεταφράσεις: αποκλειστικότητα, αποκλειστικός, Εξαιρουμένων, ΧΩΡΙΣ, Χωρίς, Εξαιρούνται, Εξαιρουμένων των