Исключительно στα ελληνικά

Μετάφραση: исключительно, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοναχός, μόνο, αποκλειστικά, μόνος, αγνά, σπάνια, αποκλειστικώς, αποκλειστικά και μόνο, αποκλειστική
Исключительно στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бездымный στα ελληνικά - άκαπνος, άκαπνη, άκαπνων, μη καπνιζόμενα, δεν προορίζονται για καύση
  • глобальный στα ελληνικά - παγκόσμια, παγκόσμιες, παγκόσμιο, παγκόσμιας, παγκόσμιων
  • доиться στα ελληνικά - αρμέγω, γάλα, δίνουν, να δώσει, δώσει, να, δώσουν
  • жизнестойкий στα ελληνικά - σκληρός, δύσκολος, σκληροτράχηλος, ζωτικότητα, ζωής, ζωντάνια, ζωτικότητας, ...
Τυχαίες λέξεις
Исключительно στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοναχός, μόνο, αποκλειστικά, μόνος, αγνά, σπάνια, αποκλειστικώς, αποκλειστικά και μόνο, αποκλειστική