Испаряться στα ελληνικά
Μετάφραση: испаряться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξατμίζομαι, τεζάρω, πεθάνω, αποθνήσκω, εξάτμιση, εξατμιστεί, εξατμίζονται, εξατμισθεί, εξατμιστούν
Μεταφράσεις
- безвоздушный στα ελληνικά - χωρίς αέρα, airless, άνευ αέρα, ανάερο, πιστόλι
- брюзжать στα ελληνικά - γκρινιάζω, γκρινιάρης, τζαναμπέτης, μουγκρίζω, μεμψιμοιρώ, γογγύζω, grumble, ...
- веротерпимость στα ελληνικά - ανεκτικότητα, ανοχή, την ανοχή, η ανοχή, ανοχή έναντι
- выправить στα ελληνικά - διορθώνω, επανορθώνω, αποκαθιστώ, δεξιός, δικαίωμα, επισκευάζω, σωστός, ...
Τυχαίες λέξεις
Испаряться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξατμίζομαι, τεζάρω, πεθάνω, αποθνήσκω, εξάτμιση, εξατμιστεί, εξατμίζονται, εξατμισθεί, εξατμιστούν
Μεταφράσεις: εξατμίζομαι, τεζάρω, πεθάνω, αποθνήσκω, εξάτμιση, εξατμιστεί, εξατμίζονται, εξατμισθεί, εξατμιστούν