Ατολμία στα αγγλικά

Μετάφραση: ατολμία, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shyness, timidity, diffidence, hearted, risk aversion, lack of courage
Ατολμία στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ατολμία

diffidence
  • ατολμία
  • έλλειψη αυτοπεποίθησης
  • διστακτικότητα
  • ενδοιασμός
  • διστακτικότης
  • ντροπαλοσύνη

Σχετικές λέξεις: ατολμία

ατολμία λεξικό γλώσσας αγγλικά, ατολμία στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • ατμός στα αγγλικά - steam, vapour, vapor, steam is, vapor is
  • ατμόσφαιρα στα αγγλικά - air, atmosphere, tone, ambience, the atmosphere, ambiance
  • ατομικά στα αγγλικά - individually, individual, Civil, personal, the individual
  • ατομικισμός στα αγγλικά - individualism, individualism of, of individualism, individualism and
Τυχαίες λέξεις
Ατολμία στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: shyness, timidity, diffidence, hearted, risk aversion, lack of courage