Истомить στα ελληνικά

Μετάφραση: истомить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαντλώ, κουρασμένος, κόπωση, κουράζω, εξάτμιση, κούραση, εξαντλημένος, κόπος, χαύνωση, χαυνότης, ατονία, χαυνότητες, λήθαργο
Истомить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • автоцистерна στα ελληνικά - δεξαμενόπλοιο, δεξαμενόπλοιου, δεξαμενόπλοια, πετρελαιοφόρο, πετρελαιοφόρου
  • волынь στα ελληνικά - βιολί, Volyn, Βόλιν, Βολύν
  • выпячивать στα ελληνικά - χώνω, λαχανιάζω, ρουφηξιά, φουσκώσουν, ξεφυσούν, ξεφυσήξει
  • диграф στα ελληνικά - δίφθογγος, δίγραμμα, γράφος, διγράφο
Τυχαίες λέξεις
Истомить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαντλώ, κουρασμένος, κόπωση, κουράζω, εξάτμιση, κούραση, εξαντλημένος, κόπος, χαύνωση, χαυνότης, ατονία, χαυνότητες, λήθαργο