Истомиться στα ελληνικά

Μετάφραση: истомиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βρίσκομαι, κούραση, εξαντλημένος, κόπος, κουρασμένος, διανύω, κόπωση, είμαι, χαύνωση, χαυνότης, ατονία, χαυνότητες, λήθαργο
Истомиться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безраздельно στα ελληνικά - εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη
  • ванадий στα ελληνικά - βανάδιο, βαναδίου, του βαναδίου, το βανάδιο, βαναδιο
  • всероссийский στα ελληνικά - All-Ρωσίας, Πανρωσικό, Πανρωσικού
  • живокость στα ελληνικά - δελφίνι, Larkspur, Δελφίνιο, καπουτσίνοι, καπουτσίνους
Τυχαίες λέξεις
Истомиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βρίσκομαι, κούραση, εξαντλημένος, κόπος, κουρασμένος, διανύω, κόπωση, είμαι, χαύνωση, χαυνότης, ατονία, χαυνότητες, λήθαργο